- κατάπλωρος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που πνέει από την πλώρη του πλοίου, αυτός που πέφτει πάνω στην πλώρη: Φυσούσε κατάπλωρος άνεμος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατάπλωρος — η, ο (ιδίως για ανέμους) αυτός που πνέει ακριβώς από την κατεύθυνση τής πλώρης, που πέφτει ακριβώς πάνω στην πλώρη. επίρρ... κατάπλωρα ακριβώς πάνω στην πλώρη («είχε ένα φανάρι κατάπλωρα») … Dictionary of Greek